- αραλιίδες
- (araliaceae). Οικογένεια κυρίως θαμνωδών, αναρριχητικών φυτών της τάξης των σκιαδανθών. Έχουν φύλλα απλά ή σύνθετα. Τα άνθη σχηματίζουν σκιάδια, κεφάλια ή σταχυόμορφες ταξιανθίες. Ο καρπός είναι ράγα ή ραγόμορφη δρύπη. Μερικά από τα φυτά αυτά καλλιεργούνται ως διακοσμητικά, ενώ τα περισσότερα είναι φαρμακευτικά. Στις α. ανήκουν περίπου 670 είδη που κατατάσσονται σε 50 γένη των τροπικών και εύκρατων περιοχών, από τα οποία το σπουδαιότερο είναι η χέδερα, το μοναδικό γένος της οικογένειας που συναντάται και στην Ελλάδα.
Dictionary of Greek. 2013.